- Κυδωνίες
- I
Η ελληνική ονομασία της μικρασιατικής πόλης Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalik, 34.500 κάτ. το 2000) στην επαρχία της Τουρκίας Μπαλικεσίρ, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. από αποίκους της Λέσβου. Έπειτα από επιτυχείς προσπάθειες του ιερέα Ιωάννη Δημητρικέλλη κατά τα τέλη του 18ου αι., οι Κ. απέκτησαν προνόμια με σουλτανικό φιρμάνι και η πόλη τέθηκε υπό μία ιδιόρρυθμη αυτόνομη διοίκηση. Έκτοτε, την πόλη διοικούσαν τρεις Έλληνες δημογέροντες, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Τούρκος βοεβόδας και ο καδής. Ο Δημητρικέλλης έχτισε εκεί την εκκλησία της Παναγίας των Ορφανών, στην οποία στεγαζόταν και βρεφοκομείο (1780). Στον περίβολο του ναού ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο με πλούσια βιβλιοθήκη, στο οποίο δίδαξαν ο Βησσαρίων από τη Σύμη και ο Θεοδόσιος από τα Μουδανιά. Κατά τον 19o αι. οι Κ. έγιναν καταφύγιο πολλών Ελλήνων νησιωτών, Πελοποννησίων (μετά τα Ορλοφικά) και Ηπειρωτών, οι οποίοι έφευγαν για να γλιτώσουν την τυραννία του Αλή πασά. Το 1803 οι Κ. διέθεταν μία ονομαστή σχολή, την Ακαδημία, η οποία ιδρύθηκε από εισφορές. Σε αυτή δίδαξαν ο Γρηγόριος Σαράφης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος κ.ά. Εξάλλου, η ίδρυση ελληνικού τυπογραφείου και η καλλιέργεια της ζωγραφικής και της μουσικής μετέτρεψαν την πόλη σε πνευματικό κέντρο. Όμως, το 1806 τα προνόμια της πόλης παραβιάστηκαν από τον Τούρκο ναύαρχο Σεβδαλή, ο οποίος έκλεισε προσωρινά την Ακαδημία και άρχισε να επεμβαίνει στην ελληνική κοινοτική διοίκηση.Το 1817 οι Κ. αριθμούσαν 20.000 χριστιανούς κατοίκους, πολλοί από τους οποίους είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Κατά την Επανάσταση του 1821, εξαιτίας της εμφάνισης ελληνικού στόλου στις Κ. και της πυρπόλησης δύο οθωμανικών πλοίων στο λιμάνι της Ερεσού (17 Μαΐου 1821), ο τουρκικός στρατός συγκεντρώθηκε έξω από την πόλη και επιτέθηκε εναντίον της (2 Ιουνίου 1821). Η πόλη πυρπολήθηκε και οι κάτοικοι κατέφυγαν με ψαριανά πλοία σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο. Το 1827 οι πρόσφυγες επέστρεψαν στις Κ. έπειτα από σχετική άδεια, την οποία εξασφάλισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η πόλη επανέκτησε σύντομα τον παλιό ελληνικό χαρακτήρα της και το 1840 λειτούργησε εκεί ελληνικό γυμνάσιο και νοσοκομείο. Οι Έλληνες κάτοικοι (35.000) ήταν κυρίως εμπορευόμενοι. Η οικονομική και πνευματική άνθηση της πόλης ανακόπηκε εξαιτίας των διωγμών που ξεκίνησαν το 1914. Στις 15 Μαρτίου 1917 έγιναν ομαδικές εκτοπίσεις κατοίκων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ενώ το ένα τρίτο των νέων αναγκάστηκε να καταφύγει στη Λέσβο. Όσοι εκτοπίστηκαν επέστρεψαν στις εστίες τους μετά την ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918. Στις 16 Μαΐου 1919 οι Κ. απελευθερώθηκαν έπειτα από επίμονο και σκληρό αγώνα. Στην εκκένωση της πόλης από τον ελληνικό στρατό, τον Σεπτέμβριο του 1922, οι Έλληνες πρόκριτοι των Κ. απαγόρευσαν την αναχώρηση των πολιτών, πιστεύοντας ότι θα κατόρθωναν να συνεννοηθούν με τους Τούρκους. Οι κάτοικοι που παρέμειναν (περίπου 4.000, ηλικίας 18 έως 45 ετών) εκτελέστηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ τα γυναικόπαιδα κατόρθωσαν να καταφύγουν στη Λέσβο και από εκεί να εγκατασταθούν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.IIΟνομασία τεσσάρων οικισμών.1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 82 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Οι Κ. βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 21 χλμ. Ν της Πάτρας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Φαρρών.2. Οικισμός (32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Φαρρών.3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 163 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Οι Κ. βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, στις ανατολικές απολήξεις της βόρειας Πίνδου, 24 χλμ. ΒΔ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κοσμά Αιτωλού.4. Ακατοίκητος οικισμός στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Οι Κ. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος.
Dictionary of Greek. 2013.